- καταξιοπιστεῖσθαι
- καταξιοπιστέομαιdemand implicit belief to the prejudice ofpres inf mp (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταξιοπιστούμαι — καταξιοπιστοῡμαι, έομαι και καταξιοπιστεύομαι (Α) επιδιώκω, επιζητώ απόλυτη πίστη σε όσες κατηγορίες λέγω εις βάρος κάποιου («ἵνα μὴ δόξωμεν τῶν τηλικούτων ἀνδρῶν καταξιοπιστεῑσθαι» για να μη φανούμε ότι επιδιώκουμε να γινόμαστε εντελώς πιστευτοί … Dictionary of Greek